- οιρών
- οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α)1. αυλακιά τού αρότρου2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra- «άροτρο», sīmā «όριο, σύνορο»). Ωστόσο η σύνδεση αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. προήλθε από ένα αμάρτυρο ουσ. *οἷρος με κατάλ. -ων που δηλώνει τόπο. Η λ. απαντά και στην Κυπριακή (ἰν [= ἐν] τῷ οἱρῶνι)].
Dictionary of Greek. 2013.