οιρών

οιρών
οἰρών και, κατά τον Ησύχ., οἱρών, ὁ (Α)
1. αυλακιά τού αρότρου
2. (κατά τον Ησύχ.) «ἡ ἐκ τῆς καταμετρήσεως τῆς γῆς εὐθυωρία».
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με αρχ. ινδ. (sītā «το αυλάκι που αφήνει το άροτρο», sīra- «άροτρο», sīmā «όριο, σύνορο»). Ωστόσο η σύνδεση αυτή προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες. Κατ' άλλους, η λ. προήλθε από ένα αμάρτυρο ουσ. *οἷρος με κατάλ. -ων που δηλώνει τόπο. Η λ. απαντά και στην Κυπριακή (ἰν [= ἐν] τῷ οἱρῶνι)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • οἰρών — masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰρῶνος — οἰρών masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίμος — οἶμος, ὁ και ἡ και οἷμος, ὁ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός («τὸν αὐτὸν οἶμον... πορευόμενοι», Πλάτ.) 2. λωρίδα, γραμμή («δέκα οἴμοι ἔσαν μέλανος κυάνιο, δώδεκα δὲ χρυσοῑο καὶ εἴκοσι κασσιτέροιο», Ομ. Ιλ.) 3. μέρος χώρας, λωρίδα γης, χώρα 4. μτφ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”